δωδεκαπους

δωδεκαπους
    δωδεκάπους
    δωδεκά-πους
    -ποδος adj. длиной в двенадцать (греческих) футов
    

δωδεκάποδος (sc. σκιᾶς οὔσης) Men. — когда тень достигает двенадцати футов в длину, т.е. поздно вечером


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δωδεκαπους" в других словарях:

  • δωδεκάπους — δωδεκάπους, ουν (Α) αυτός που έχει μήκος δώδεκα ποδών …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάπους — twelve feet long masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάποδα — δωδεκάπους twelve feet long masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάποδος — δωδεκάπους twelve feet long masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάπουν — δωδεκάπους twelve feet long masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»